- διαβρωτικός
- η , ό[ν]1) размывающий; разъедающий; разрушительный; коррозийный, коррозионный; эрозионный; 2) перен. пагубный (о влиянии)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβρωτικός — corrosive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικός — ή, ό (AM διαβρωτικός, ή, όν) [διαβιβρώσκω] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει 2. ο σχετικός με τη διάβρωση νεοελλ. φρ. «διαβρωτική επίδραση» επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά… … Dictionary of Greek
διαβρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί διάβρωση, ο φθοροποιός: Κάποιοι λεκέδες καθαρίζουν μόνο με διαβρωτικά υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβρωτικά — διαβρωτικός corrosive neut nom/voc/acc pl διαβρωτικά̱ , διαβρωτικός corrosive fem nom/voc/acc dual διαβρωτικά̱ , διαβρωτικός corrosive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικῶν — διαβρωτικός corrosive fem gen pl διαβρωτικός corrosive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικόν — διαβρωτικός corrosive masc acc sg διαβρωτικός corrosive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικαῖς — διαβρωτικός corrosive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικαί — διαβρωτικός corrosive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικοί — διαβρωτικός corrosive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικοῦ — διαβρωτικός corrosive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρωτικούς — διαβρωτικός corrosive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)